Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

взять -у

  • 1 взять

    взять παίρνω, λαβαίνω* возьмите! πάρτε! ◇\взять на себя... ανάλαβαίνω \взять себя в руки συγκρατιέμαι \взяться καταπιάνομαι \взяться за руки πιάνομαι από το χέρι (με κάποιον) ◇ \взяться за дело αρχίζω τη δουλειά, καταπιάνομαι με τη δουλειά
    * * *
    παίρνω, λαβαίνω

    возьми́те! — πάρτε!

    ••

    взять на себя́... — αναλαβαίνω

    взять себя́ в ру́ки — συγκρατιέμαι

    Русско-греческий словарь > взять

  • 2 взять

    взять
    сов см. брать.

    Русско-новогреческий словарь > взять

  • 3 взять

    возьму, возьмёшь, παρλθ. χρ. взял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взятый, βρ: взят, -а, -о, ρ.σ.
    1. βλ. брать.
    2. συλλαμβάνω, πιάνω•

    преступник был взят полицией ο εγκληματίας πιάστηκε από την αστυνομία.

    βλ. браться.
    εκφρ.
    откуда ни возьмись – απρόοπτα, ξαφνικά, ανεπάντεχα, άγνωστο από που.

    Большой русско-греческий словарь > взять

  • 4 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 5 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 6 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 7 взаймы

    взаймы: взять \взаймы δανείζο μαι дать \взаймы δανείζω
    * * *

    взять взаймы́ — δανείζομαι

    дать взаймы́ — δανείζω

    Русско-греческий словарь > взаймы

  • 8 интервью

    интервью с η συνέντευξη, το ιντερβιού; взять (дать) \интервью παίρνω (δίνω) συνέντευξη
    * * *
    с
    η συνέντευξη, το ιντερβιού

    взять (дать) интервью́ — παίρνω (δίνω) συνέντευξη

    Русско-греческий словарь > интервью

  • 9 контроль

    контроль м о έλεγχος* на родный \контроль ο λαϊκός έλεγχος* взять под (свой) \контроль αναλα βαίνω τον έλεγχο
    * * *
    м
    ο έλεγχος

    наро́дный контро́ль — ο λαϊκός έλεγχος

    взять под (свой) контро́ль — αναλα-βαίνω τον έλεγχο

    Русско-греческий словарь > контроль

  • 10 курс

    курс м 1) (направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση· взять \курс на... κατευθύνομαι προς...· внешнеполитический \курс ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός 2) (учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία· я на первом \курсе είμαι πρωτοετής 3) (лечение) η θεραπεία, η κούρα ◇ валютный \курс η τιμή του συναλλάγματος
    * * *
    м
    1) ( направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση

    взять курс на… — κατευθύνομαι προς…

    внешнеполити́ческий курс — ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός

    2) ( учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία

    я на пе́рвом курсе — είμαι πρωτοετής

    3) ( лечение) η θεραπεία, η κούρα
    ••

    валю́тный курс — η τιμή του συναλλάγματος

    Русско-греческий словарь > курс

  • 11 неоткуда

    неоткуда από πουθενά* мне \неоткуда взять (что-л.) δεν έχω από πού να πάρω ( κάτι)
    * * *

    мне не́откуда взять (что-л.) — δεν έχω από πού να πάρω (κάτι)

    Русско-греческий словарь > неоткуда

  • 12 обязательство

    обязательство с η υποχρέωση* взять на себя \обязательство αναλαβαίνω την υποχρέωση
    * * *
    с
    η υποχρέωση

    взять на себя́ обяза́тельство — αναλαβαίνω την υποχρέωση

    Русско-греческий словарь > обязательство

  • 13 одолжить

    одолжить 1) (дать взаймы} δανείζω 2) (взять взаймы) δανείζομαι
    * * *
    1) ( дать взаймы) δανείζω
    2) ( взять взаймы) δανείζομαι

    Русско-греческий словарь > одолжить

  • 14 отнять

    отнять 1) αφαιρώ, παίρνω (взять); καταχτώ (захватить) 2) (вычесть) αφαιρώ
    * * *
    1) αφαιρώ, παίρνω ( взять); καταχτώ ( захватить)
    2) ( вычесть) αφαιρώ

    Русско-греческий словарь > отнять

  • 15 отобрать

    отобрать 1) (выбрать ) διαλέγω 2) (взять) παίρνω πίσω» αφαιρώ
    * * *
    1) ( выбрать) διαλέγω
    2) ( взять) παίρνω πίσω, αφαιρώ

    Русско-греческий словарь > отобрать

  • 16 старт

    старт м η εκκίνηση; η αφετηρία; линия \старта η βαλβίδα; дать \старт δίνω το σινιάλο για την εκκίνηση; взять \старт κάνω εκκίνηση стартер м о αφέτης
    * * *
    м
    η εκκίνηση; η αφετηρία

    ли́ния старта — η βαλβίδα

    дать стартδίνω το σινιάλο για την εκκίνηση

    Русско-греческий словарь > старт

  • 17 бой

    боя (с бою), προθτ. о бое, в бою, πλθ. бои α.
    1. μάχη•

    наступательные бой επιθετικές μάχες•

    бой местного назначения μάχες τοπικού χαρακτήρα (σημασίας)•

    поле боя το πεδίο της μάχης•

    вступить в бой μπαίνω (παίρνω μέρος) στη μάχη•

    морской бой ναυμαχία•

    решающий бой αποφασιστική μάχη•

    рукопашный бой η μάχη σώμα προς αώμα•

    уличный бой οδομαχία•

    разгорался η μάχη άναψε•

    вести бой διεξάγω μάχη•

    взять без боя καταλαβαίνω (καταχτώ) αμαχητί•

    дать бой δίνω μάχη•

    вести в бой новые силы ρίχνω στη μάχη νέες δυνάμεις•

    принять бой (μτφ.) δέχομαι τη μάχη•

    уклоняться от боя αποφεύγω τη μάχη•

    отходить с боем υποχωρώ (συμπτύσσομαι) μαχόμενος•

    сдаться без боя παραδίνομαι αμαχητί•

    выковаться в боях ατσαλώνομαι στις μάχες.

    2. αγώνας, πάλτρ•

    классовые бой ο ταξικός αγώνας, ταξικές συγκρούσεις.

    3. (αθλτ.) αγώνας, πάλη•

    кулачный бой η πυγμαχία.

    4. χτύπος, χτύπημα, κρούση•

    бой часов το χτύπημα του ξυπνητηριού•

    барабанный бой η τυμπανοκρουσία.

    5. σπάσιμο, θραύση•

    бой посуды το σπάσιμο των πιατικών•

    яйца-бой αυγά σπασμένα.

    εκφρ.
    брать (взять) с бою – α) παίρνω (κυριεύω) με μάχη.β) αποκτώ με πάλη, αγώνα, δράση, με δραστήριες ενέργειες•
    бой-баба βλ. баба.,

    Большой русско-греческий словарь > бой

  • 18 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 19 измор

    α.
    στην έκφραση: брать (взять) -ом ή брать (взять) на измор α) κυριεύω, παίρνω, καταλαμβάνω με αποκλεισμό (με την πείνα), β) πετυχαίνω, κατορθώνω επιμένοντας, κολλώ, γίνομαι τσιμπούρι (ενοχλητικός).

    Большой русско-греческий словарь > измор

  • 20 караул

    α.
    1. φρουρά, οι φύλακες•

    приставить караул εγκατασταίνω φρουρά•

    сменить » αλλάζω τη φρουρά•

    усилить караул ενισχύω τη φρουρά•

    принять караул παραλαβαίνω τη φρουρά (τα καθήκοντα)•

    заступать в караул αναλαβαίνω τα καθήκοντα, της φρουράς.

    2. παλ. σκοπιά, φυλάκιο φρουράς.
    3. ως
    επιφ. βοήθεια!
    εκφρ.
    почётный караул – τιμητική φρουρά•
    быть (стоить) в -е ή на -е – είμαι φρουρά, φρουρώ•
    взять ή сделать на - – παρουσιάζω όπλα•
    взять ή посадить под караул – βάζω υπο φρούρηση•
    быть под -ом – είμαι φρουμούμενος, φρουρούμαι•
    держить под -ом – κρατώ υπο φρούρηση (υπό κράτηση)•
    хоть караул кричи – στην ανάγκη φώνωξε «βοήθεια!.

    Большой русско-греческий словарь > караул

См. также в других словарях:

  • взять — взятку • действие взять вину • действие, получатель взять время • обладание, начало взять грех • обладание, начало взять инициативу • обладание, начало взять интервью • действие взять кредит • действие, объект взять курс • действие, начало взять… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • взять — Доставать, взимать, заимствовать, занимать, выманивать, выуживать, извлекать, исторгать, почерпать, позаимствовать чем, принимать, хватать; обнимать; вбирать, всасывать, поглощать; браться за, хвататься за; хапнуть, цапнуть. С него взятки гладки… …   Словарь синонимов

  • ВЗЯТЬ — брать, подобрать, измерить, заметить, поднимать и пр. Взять на абордаж абордировать (см.). Взять на буксир подать на другое судно буксир и начать буксировку. Взять высоту светила (То take the altitude) измерить угломерным инструментом высоту… …   Морской словарь

  • ВЗЯТЬ — ВЗЯТЬ, возьму, возьмёшь; взял, а, о; взятый (взят, а, о); совер. 1. см. брать. 2. Употр. в сочетании с союзом «да», «и» или «да и» и другим глаголом при обозначении неожиданного, внезапного действия (разг.). Возьму и скажу. Взял да убежал. В. да… …   Толковый словарь Ожегова

  • взять — возьму, возьмёшь; взял, ла, взяло; взятый; взят, взята, взято; св. 1. к Брать. В. газету со стола. В. книгу в библиотеке. В. деньги в долг. В. автограф. Взять! (команда собаке схватить кого л.). Его взяли через три дня (арестовали). В. на… …   Энциклопедический словарь

  • ВЗЯТЬ — ВЗЯТЬ, возьму, возьмёшь, прош. вр. взял, взяла, взяло, совер. 1. совер. к брать. 2. без доп. Вывести из чего нибудь заключение, решение, вздумать (разг.). С чего ты взял, что тебе надо ехать? 3. кого что. Арестовать (разг.). «Как ее не взяли, не… …   Толковый словарь Ушакова

  • Взять — (иноск.) отличаться, достигать, побѣдить. Онъ всѣмъ взялъ. И ростомъ и доростомъ взялъ. Что взялъ? ( неудачно искавшему, не имѣвшему въ чемъ успѣха.) Ср. Чѣмъ парень не вышелъ? Взялъ ростомъ и доростомъ. Мельниковъ. На горахъ. 4, 1. Ср. Вотъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Взять — I сов. перех. 1. Принять в руки, захватить рукой, руками, щипцами и т.п. отт. разг. Собрать. отт. перен. Сделать что либо предметом рассмотрения, изучения, изображения и т.п. 2. Извлечь откуда либо или для чего либо. отт. перен. разг. Почерпнуть… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • взять — взять, возьму, возьмёшь; взял, взяла, взяло, взяли …   Русское словесное ударение

  • взять — глаг., св., употр. наиб. часто Морфология: я возьму, ты возьмёшь, он/она/оно возьмёт, мы возьмём, вы возьмёте, они возьмут, возьми, возьмите, взял, взяла, взяло и взяло, взяли, взявший, взятый, взяв см. нсв. бр …   Толковый словарь Дмитриева

  • взятьё — сущ., кол во синонимов: 1 • взятье (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»